- δεκάλεπτος
- -η, -ο1. αυτός που έχει διάρκεια δέκα πρώτων λεπτών τής ώρας («δεκάλεπτο διάλειμμα»)2. αυτός που έχει αξία δέκα λεπτών τής δραχμής («δεκάλεπτο χαρτόσημο»)3. το ουδ. ως ουσ. το δεκάλεπτοα) παλιότερο μετάλλινο νόμισμα με αξία δέκα λεπτών, δέκα εκατοστών τής δραχμής, η δεκάραβ) χρονικό διάστημα δέκα πρώτων λεπτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + λεπτόν. Το ουδέτερο δεκάλεπτον μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.